-
1 λάθρῃ
A secretly, by stealth,ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ Il.2.515
;ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρῃ Od.15.430
; λάθρῃ κτείναντες treacherously, 17.80; ἀλλά τε λάθρῃ γυῖα βαρύνεται imperceptibly, Il.19.165: in Trag. and [dialect] Att., S.Aj. 1137, OT 386, Ar.Ra. 746, Th.4.39, Pl.R. 347b, etc.2 c. gen., λάθρῃ τινός unknown to one,λάθρῃ Λαομέδοντος Il.5.269
;λάθρῃ τῶν ἄλλων στρατηγῶν Hdt.8.112
, cf. 9.90, S.OT 787, OC 354, Ar.V. 347, X.An.1.3.8.—Freq. written λάθρα, λάθρη in codd. and Pap., but λάθραι (i.e. λάθρᾳ ) in UPZ19.28 (ii B. C.) and in some of the best codd., as the Laurentian of Sophocles, also in POxy.16 of Th. l. c. (i A. D.):—other forms are λάθρα, h.Cer. 240, E.Fr.1132.28; [full] λαθρηδόν, AP7.202 (Anyt.); [full] λαθρηδά, Luc.Cal.21; [full] λαθρηδίς, Hdn.Gr.1.512 (- δως (sic), Cyr.). -
2 λάθρῃ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λάθρῃ
-
3 λαθρα
Iион. λάθρῃ, иногда λάθρα и λάθρη adv.1) тайком, тайно, втихомолку, украдкой(παραλέγεσθαί τινι Hom.; πέμπειν τινά Xen.; καλεῖν τινα NT.)
2) постепенно, незаметно(λ. γυῖα βαρύνεται Hom.)
3) предательски, коварно(κτείνειν τινά Hom.; ἐπιβουλεύειν τινί Soph.)
II(τινός Hom., Soph., Eur., Xen. etc.)
См. также в других словарях:
λάθρα — (I) (Α λάθρα και λάθρα και δωρ. τ. λάθρη) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός (α. «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. ύπουλα, προδοτικά 2. ανεπαίσθητα, ελαφρά 3. φρ. «λάθρῃ… … Dictionary of Greek